μειωτικῆς

μειωτικῆς
μειωτικός
lowering
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διακίνηση — η (Α διακίνησις) νεοελλ. 1. παραλαβή, μεταφορά και διανομή εμπορευμάτων, επιβατών κ.λπ. 2. το τελευταίο στάδιο τής πρόφασης, τής πρώτης φάσης τής μειωτικής διαίρεσης τού κυττάρου αρχ. 1. περίπατος αναψυχής 2. εξάρθρωση …   Dictionary of Greek

  • ευήθης — εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες) υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο… …   Dictionary of Greek

  • κορτάκιας — ο (χλευαστικά) αυτός που τού αρέσει να ερωτοτροπεί, να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες, ερωτύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άκιας, μειωτικής σημ. (πρβλ. γυαλ άκιας, εξυπν άκιας)] …   Dictionary of Greek

  • κορυζιάρης — κορυζιάρης, α, ικο (Μ) αυτός που πάσχει από κόρυζα, από δυνατό συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. ιάρης, μειωτικής σημ. (πρβλ. μυξ ιάρης, τσιμπλ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • τετράδα — η / τετράς, άδος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράς Α νεοελλ. 1. σύνολο τεσσάρων όμοιων πραγμάτων («μια τετράδα ποτήρια») 2. (στη γυμναστική) στοίχος από τέσσερα άτομα («στοίχηση κατά τετράδες») 3. βιολ. α) (γενικά) το σύνολο τών τεσσάρων κυττάρων που… …   Dictionary of Greek

  • τσαντάκιας — ο, Ν κλέφτης τσαντών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάντα + κατάλ. άκιας μειωτικής σημ. (πρβλ. εξυπν άκιας, κορτ άκιας)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλόμορφο — Στη βιολογία, δύο ή περισσότερα γονίδια που καταλαμβάνουν την ίδια σχετική θέση πάνω σε ομόλογα χρωμοσώματα και ζευγαρώνονται κατά τη διάρκεια της μειωτικής διαίρεσης όταν βρίσκονται στο ίδιο κύτταρο. Τα γονίδια αυτά έχουν διαφορετικές επιδράσεις …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”